ενοχλώ — ενοχλώ, ενόχλησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. ενοχλεί) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
ενοχλώ — ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, μτβ., προξενώ ενόχληση σε κάποιον, ταράζω την ησυχία του, στενοχωρώ, δυσαρεστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») … Dictionary of Greek
παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… … Dictionary of Greek
διενοχλώ — διενοχλῶ ( έω) (AM) [ενοχλώ] ενοχλώ αδιάκοπα, υπερβολικά … Dictionary of Greek
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσοχλώ — έω, Α ενοχλώ, δυσαρεστώ ή ταράζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek
προσπαρενοχλώ — έω, Μ ενοχλώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρενοχλῶ «ενοχλώ»] … Dictionary of Greek